οἴκοθεν

οἴκοθεν
οἴκοθεν (also [full] οἴκοθε Chor.in Rev.Phil.1877.227), Adv.
A from one's house, from home,

ὃ οἴ. ἦγ' ὁ γεραιός Il.11.632

;

οἴ. ὥρμησαν Th.4.90

; οἴ. οἴκαδε from home to home, implying security and ease, Pi.O.6.99, cf. 7.4, Lib.Ep.149 ;

οἴ. ἐκ Κλαζομενῶν Pl.Prm.126a

;

δεῦρο οἴ. Id.Hp. Ma.282b

; εὐθὺς οἴ. ὑπάρχει παισὶν οὖσιν, i.e. from childhood, Arist. Pol.1295b16 : freq. without any sense of motion, νόμοι οἱ οἴ., = οἱ πάτριοι, A.Supp.390, cf. E.Ph.294 (lyr.) ;

οἱ οἴ. φίλοι Id.Med.506

;

τὰ οἴ.

domestic affairs,

Id.IA1000

;

τὸ οἴ. Pi.P.8.51

;

στρατηγοὺς εἵλοντο ἐκ τῶν οἴ. X.HG1.4.10

;

οἴ. τὸν πολέμιον ἔχειν

at home, within,

Pl.Sph. 252c

; τὸ γένος οἴ., = οἰκογενής, of a slave, GDI2307.5 (Delph.).
2 from one's household stores,

πάντ' ἐθέλω δόμεναι καὶ οἴ. ἄλλ' ἐπιθεῖναι Il.7.364

;

οἴ. ἄλλο Εὐμήλῳ ἐπιδοῦναι 23.558

; εἰ καί νύ κεν οἴ. ἄλλο μεῖζον ἐπαιτήσειας ib.592 : metaph., τὸν νοῦν διδάσκαλον οἴ. ἔχουσα χρηστόν having in my own mind a wise teacher, E.Tr.653 ; δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴ. one must needs be externally inspired with the vision of truth, if one has not learned it by one's own intellect, Id.Med. 239 ; πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα . . ; οὐ γὰρ εἶχον οἴ. I have it not of my own, Ar.Pax522, cf. Lys.4.7 ;

θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν . . ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴ. Pi.N.7.51

; οἴ. μάτευε ib.3.31 : with a Subst., = οἰκεῖος, ἀρεταῖσιν οἴ., ἀνορέαις οἴ., by his own prowess, valour, Id.O.3.44, I.4(3).12.
3 from one's own financial resources, at one's own expense (cf. ϝοίκω), PEleph.11.7 (iii B.C.), Wilcken Chr.176.17 (i A. D.), etc. ;

τὰς πολιτείας οἴ. ἐνδόξως ἐκτελεῖν IG4.672

([place name] Nauplia), cf. 716 ([place name] Hermione) ;

ἀγωνοθετεῖν Παναθηναίων οἴ. SIG869.7

(ii A. D.) ; παρεχέτω οἴ. τὸ θερμόλυχνον ib.1109.151 (ii A. D.).
4 like ἀρχῆθεν, to begin with, originally, ψευδεῖς οἴ. δόξας ἔχοντες entertaining false notions to begin with, Aeschin.3.59, cf. 60 ; εἰς ὑπέρχρεων οὐσίαν καὶ οἴ. into an estate already overburdened with debt, Is.10.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἴκοθεν — from one s house indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκοθεν — (Α οἴκοθεν και οἴκοθε) επίρρ. 1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.) 2. από την πατρίδα («οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.) 3. αφ εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως 4. με προσωπική κρίση… …   Dictionary of Greek

  • Nestorbecher — Nestor und sein Becher. Emblem Andrea Alciatos (1492–1550) von 1584. Nestorbecher bezeichnet den mythischen Mischbecher Nestors von Pylos, wie Homer ihn in der Ilias beschrieb. Die griechische Bezeichnung für das Gefäß lautet Νεστορίς… …   Deutsch Wikipedia

  • Säulen des Herakles — Wappen Spaniens Als Säulen des Herakles (altgriechisch αἱ Ἡράκλειοι στῆλαι …   Deutsch Wikipedia

  • отъиноудоу — (9*) нар. Из другого места: бѣ видѣти и множьство бещисмене. къ нѥмѹ ѹбо съход˫аще. ѡвѣхъ же ѿ ѡкр(с)ьнихъ мѣстъ. ины же ѿинѹдѹ събьра||въшас˫а. (ἀλλαχόϑεν) ЖФСт к. XII, 162–163; чѧсто бо к нѥмꙊ приход˫ахѹ на вс˫акъ чѧ(с) дрѹзи же ѿинѹдѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CHORAULES — Graece Χοραύλης, proprie qui cum choro tibiâ concinebat: cum in conviviis tum in scena. Quo sensu Petronius, Manu puer loquaci Aegyptius Choraules. Vide Salmas. ad Vopisc. in Carino, c. 19. Martial. l. 9. Epigr. 79. v. ult. Quod optimum est,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επαιτώ — (AM ἐπαιτῶ, έω) [αιτώ] ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω («ἐκ σέθεν δ ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶτον καθ ἡμέραν βίον», Σοφ.) νεοελλ. ζητώ επίμονα και εξευτελιστικά («επαιτεί τη συμπάθεια») αρχ. 1. ζητώ κάτι επί πλέον («εἰ καὶ κέ νυ οἴκοθεν ἄλλο μεῑζον… …   Dictionary of Greek

  • επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • προσαφικνούμαι — έομαι, Α [ἀφικνοῡμαι] 1. φθάνω σε κάποιο μέρος, ιδίως για συνένωση με στρατιωτική δύναμη («προσαφιγμέναι γὰρ ἦσαν καὶ οἴκοθεν ἄλλαι νῆες πέντε καὶ τριάκοντα», Θουκ.) 2. πλησιάζω, προσεγγίζω …   Dictionary of Greek

  • προσνίσσομαι — και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α (αποθ.) 1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.) 2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω 3. εισάγομαι («οὐδ ὅσ ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.) 4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”